(Περιοδικό VITA)
Πρώτη μας έννοια όταν ξυπνήσουμε και τελευταία πριν κοιμηθούμε, η ματιά στον καθρέφτη. Η διερευνητική, διεισδυτική, κριτική, συχνά αυστηρή και ενίοτε επιεικής ματιά που σκανάρει στα γρήγορα, εντοπίζει επίμαχα σημεία, αξιολογεί και βεβαίως συγκρίνει: με το χτες, με το πέρσι, με το «παλιά» αλλά κυρίως με τα τρέχοντα πρότυπα ομορφιάς. Από αυτά κρίνονται πολλά. Πόσο εύκολα μπορούμε να τα αγνοήσουμε ή έστω να τα παραβλέψουμε;
Καταρχήν ξέρουμε όλοι πόσο δύσκολο είναι να αδιαφορήσουμε, να κάνουμε ότι δεν μας αφορά η εξωτερική εμφάνιση, η ομορφιά και τα πρότυπα της εφόσον ζούμε στην εποχή της αυτοκρατορίας της εμφάνισης. «Αν θέλεις να έχεις κοινωνική υπόσταση, επαγγελματική επιτυχία, ερωτική ανταπόκριση, έσο όμορφη(ος), μάθε το μυστικό της ομορφιάς». Αυτό το μήνυμα παίρνουμε συνεχώς και από παντού. «Η Ομορφιά» αυτό το υπέρτατο αγαθό στο οποίο γίνεται αναφορά σαν σε κάτι που είναι πάντα πάνω κι έξω απ’ τα κανονικά και τα τετριμμένα, μοιάζει εξ’ ορισμού να μας αφήνει απ’ έξω. Εμάς, τους καθημερινούς, κοινούς ανθρώπους, που αν μας ρωτήσουν μπορεί να περιγράψουμε την εμφάνιση μας με ένα σύντομο και αμείλικτο «όχι εντελώς χάλια» με τις όχι και τόσο τέλειες αναλογίες, με τα παραπανίσια κιλά ή τις ανύπαρκτες καμπύλες, τη στραβή μύτη, τα μαλλιά-πράσα, τις παχουλές γάμπες, τα πεταχτά δόντια, τα κοντά πόδια, την πλαδαρή κοιλιά, τα σημάδια στο δέρμα και ο, τι τελοσπάντων κουσούρι κουβαλάει η καθεμία και ο καθένας. Πράγματι, όλα αυτά ηχούν τόσο άσχημα, σχεδόν σαν βρισιές, ειδικά σε σύγκριση με το πόσο ποιητικά ηχούν τα «αντίθετα» τους, οι εκφράσεις δηλαδή που περιγράφουν την εικόνα ενός «ιδανικά όμορφου» ανθρώπου: οι χυμώδεις καμπύλες, η κλασσική μύτη, τα μεταξένια μαλλιά, οι χυτές γάμπες, το αστραφτερό χαμόγελο, το πορσελάνινο δέρμα κλπ…
Κι όμως, τα πρώτα δεν περιγράφουν παρά τους κανονικούς ανθρώπους, τις ιδιαιτερότητες τους, αυτά που συνθέτουν την ξεχωριστή εμφάνιση του καθένα και που βέβαια, πολλές φορές, τις περισσότερες μάλλον, συνδυάζονται με κάποια από τα «ιδανικά» χαρακτηριστικά. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένας μοναδικός συνδυασμός κάποιων πολύ ωραίων και κάποιων λιγότερο ωραίων στοιχείων τα οποία ο καθένας και η καθεμία αναδεικνύει ή κρύβει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο: όλα αυτά μαζί φτιάχνουν την ιδιαίτερη ομορφιά και γοητεία του.
Πάνω σε μια τέτοια φιλοσοφία βασίστηκε και η ομολογουμένως πρωτοποριακή σειρά διαφημίσεων της μάρκας καλλυντικών Dove, η οποία τόλμησε να χρησιμοποιήσει σαν μοντέλα της γυναίκες πολλών και διαφόρων ηλικιών και διαστάσεων, με ατέλειες, «ψωμάκια» και ρυτίδες αλλά και με μία ακτινοβολία μεταδοτική που έμοιαζε να λέει «είμαι ευχαριστημένη μ’ αυτό που είμαι και δεν ντρέπομαι να το δείχνω!»
Στο διαδικτυακό φόρουμ και σε μια έρευνα που λάμβανε χώρα παράλληλα με τις διαφημίσεις αυτές, τα αποτελέσματα ήταν θλιβερά: ένα πολύ μικρό ποσοστό -στη Γαλλία χαρακτηριστικά ήταν 1%- των γυναικών (δηλώνουν ότι) βρίσκουν όμορφο τον εαυτό τους. Παρόλα αυτά το αισιόδοξο μήνυμα που δίνει η πρωτοβουλία για τέτοιου είδους διαφημίσεις, έστω και μεμονωμένη, είναι ότι ίσως υπάρχει ελπίδα να απελευθερωθούμε απ’ τα άκρως καταπιεστικά, αλλά και παραπλανητικά πρότυπα ομορφιάς που προβάλλονται παντού και να στραφούμε προς μία πιο προσωπική και πιο ποικιλότροπη θεώρηση της. Αυτό ασφαλώς δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Αν το σκεφτεί κανείς καλά, τα πρότυπα ομορφιάς δεν είναι απλώς κάτι που μια βιομηχανία ομορφιάς (μόδας, καλλυντικών, φαρμάκων κλπ.) καθορίζει και από τα οποία εμείς παθητικά και άθελα μας επηρεαζόμαστε αλλά κάτι που εμείς οι ίδιοι έχουμε ενστερνιστεί, αφομοιώσει και που συντηρούμε –παραδόξως- σε πείσμα πολύ συχνά της ίδιας της προσωπικής μας ευτυχίας (αυτό μοιάζουν τουλάχιστον να λένε οι χιλιάδες γυναίκες που τριγυρνούν καθημερινά ανικανοποίητες και απογοητευμένες από την εμφάνιση τους, το σώμα τους, το βάρος τους, την ηλικία τους.)
Πράγματι, τα πρότυπα ομορφιάς (ή μάλλον είναι πιο σωστό να μιλάμε για ελκυστικότητα) καταρχήν πατούν γερά πάνω στο βασικό ένστικτο που ο Δαρβίνος ονόμασε σεξουαλική επιλογή (sexual selection). Άνθρωποι και ζώα επιλέγουν το ταίρι με το καλύτερο δυνατόν γονιδιακό υλικό για να εξασφαλίσουν γερούς απογόνους: η ελκυστικότητα είναι καταρχήν συνυφασμένη με καλή σωματική κατάσταση. Υγιές παρουσιαστικό, καλές αναλογίες σώματος αλλά και χαρακτηριστικών προσώπου, συμμετρία, καθαριότητα είναι μερικά από τα περιζήτητα σημάδια. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή των κριτηρίων ομορφιάς είναι η –επίσης βιολογικά καθορισμένη- τάση μας να θέλουμε να μιμηθούμε και να ταυτιστούμε με αυτούς που έχουν μεγάλη θέση μέσα στην κοινωνική ομάδα, με άλλα λόγια αυτούς με το υψηλό κοινωνικό status. Δεδομένου μάλιστα ότι στη σημερινή μεταβιομηχανική εποχή η οικονομική κατάσταση και το κοινωνικό status αποτελούν ίσως μεγαλύτερη εγγύηση για ευημερία, ακόμη και καλή υγεία (καλύτερες συνθήκες ζωής, ευκολότερη πρόσβαση σε γιατρούς, φάρμακα κλπ) από την εύρωστη εμφάνιση, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε την τεράστια δύναμη των media στην διαμόρφωση προτύπων ελκυστικότητας. Ό,τι και όποιος εμφανίζεται συχνά στην τηλεόραση, στον τύπο, στις διαφημίσεις απολαμβάνει ψηλό κοινωνικό status και άρα μπορεί δυνάμει να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο και να δημιουργήσει «μόδα».
Ο 28χρονος Βασίλης λέει: «Η τηλεόραση, τα περιοδικά, οι διαφημίσεις κάνουν τέλεια τη δουλειά τους στο να μας υπαγορεύουν τι είναι ωραίο κι ελκυστικό κι εγώ προσωπικά ακολουθώ τα πρότυπα αυτά, παρόλο που διαφωνώ σε αρκετά. Όχι για κανένα άλλο λόγο βέβαια, παρά γιατί είμαι πολύ τεμπέλης για να ψάξω και να διαμορφώσω κάτι άλλο. Για παράδειγμα με ελκύουν οι γυναίκες που έχουν ωραίο σφριγηλό στήθος και είναι στα όρια της ανορεξίας. Ε, αυτό το τελευταίο δεν μ’ αρέσει σαν ιδέα και συχνά έχω τσακωθεί με φίλες μου με αφορμή αυτό αλλά νομίζω ότι για να του αντισταθώ χρειάζεται δουλειά που δεν έχω όρεξη να κάνω. Σκέφτομαι όμως ότι είναι και λίγο κολλήματα του μυαλού όλα αυτά. Ίσως μάλιστα τελικά δεν έχουν και τόση απήχηση στη ζωή μας. Εννοώ ότι τώρα που το σκέφτομαι, έχω κάνει σχέσεις κι έχω ερωτευτεί κοπέλες που απείχαν πολύ απ’ αυτά τα πρότυπα. Με τράβηξαν άλλα πράγματα πάνω τους, δεν ξέρω τι ακριβώς..» Αυτή είναι μία αντρική ματιά πάνω στο θέμα.
Τι λένε οι γυναίκες που μάλλον τις αφορά περισσότερο;
«Είναι περίεργο. Μπορώ να είμαι πάρα πολύ επιεικής με τους άλλους και να βλέπω την ομορφιά άλλων γυναικών χωρίς να κολλάω σε πρότυπα. Τις φίλες μου για παράδειγμα τις βλέπω συχνά πανέμορφες. Με τον εαυτό μου όμως λες και τα κριτήρια αλλάζουν, λες και τον βλέπω σε μεγεθυντικό και παραμορφωτικό ταυτόχρονα καθρέφτη. Κολλάω στην παραμικρή λεπτομέρεια, στην ατέλεια, στο σημάδι, το παχάκι, τις λεπτομέρειες των μαλλιών. κι εντέλει σπάνια είμαι ικανοποιημένη απ’ την εικόνα που βλέπω. Πάντα κάτι λείπει, πάντα κάτι δεν είναι όπως θα ήθελα…» περιγράφει η Σίσσυ, 32 ετών, την καθημερινή «μάχη» με την εικόνα στον καθρέφτη.
Αυτή είναι μία μάχη που διεξάγεται συνήθως ερήμην άλλων μαρτύρων. Αυτό που παραδέχονται πολλές γυναίκες είναι ότι τα πρότυπα εντέλει σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες τα βάζουν στον εαυτό τους. « …σε σημείο που θυμώνω όταν ο άντρας μου μου λέει ότι με βρίσκει όμορφη, ενώ εγώ δεν αισθάνομαι έτσι. Είναι λες και μου καταρρίπτει το ιδανικό, λες και με μειώνει όταν με διαβεβαιώνει ότι του αρέσω όπως είμαι, ενώ εγώ θέλω να είμαι κάπως αλλιώς, καλύτερη, τέλεια. Σαν να του λέω ότι μόνο αυτή την τέλεια επιτρέπεται να αγαπάει..» εκπλήσσεται η Μαρία, 36 ετών με τον ίδιο της τον εαυτό.
Φαίνεται πως τα πρότυπα ομορφιάς κι ελκυστικότητας αποκτούν την ισχύ που τους δίνουμε εμείς. Πέρα από τα κριτήρια της βιολογικά «σωστής» επιλογής συντρόφου πατούν επίσης σε μεγάλο βαθμό και στον γυναικείο ναρκισσισμό και το κυνήγι της τελειότητας: «όσο δεν είμαι τέλεια δεν αξίζω τίποτα και χρειάζομαι πάντα κάτι να μου υπενθυμίζει το στόχο μου». Για ποιο λόγο λοιπόν να σταματήσουν οι γυναίκες να διεξάγουν αυτή τη μάχη; Για ποιο λόγο να «εγκαταλείψουν» τα πρότυπα και να επιδιώξουν να αρκεστούν σ’ αυτό που είναι, το μέτριο και ατελές; Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, οι λόγοι μπορεί να είναι οι ίδιοι με αυτούς για τους οποίους αποφασίζει κανείς να κόψει το τσιγάρο, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά! Γιατί η προσπάθεια ταύτισης με τα πρότυπα –όταν ξεπερνάει το παιχνίδι «μ’ αρέσει πότε-πότε να φτιάχνομαι και να γίνομαι ωραία» και γίνεται καθημερινή αγωνία και προσωπική ματαίωση- δίνει μια στιγμιαία ευχαρίστηση αλλά δεν «τρέφει» ουσιαστικά. Καθησυχάζει και ηρεμεί για λίγο αλλά αυξάνει το γενικό επίπεδο άγχους. Δημιουργεί μια αίσθηση του ανήκειν και της συναισθηματικής πληρότητας ενώ στην πραγματικότητα απλά τα υποκαθιστά.
Αν λοιπόν, αποφασίσουμε να δεχτούμε ότι η Ομορφιά δεν είναι μία αλλά πολλές και διαφορετικές, ξεκινάμε για ένα προσωπικό ταξίδι εξερεύνησης του ίδιου μας του εαυτού. Και, το πρώτο πράγμα που πρέπει να διερευνήσουμε είναι η εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν. «Πώς με βλέπω, πώς με κρίνω;», «Από πού προέρχεται αυτή η κριτική ματιά;», « Ποια ματιά αισθάνομαι επάνω μου ακόμη;», «Με ποιον ταυτίζομαι και ποιες ομοιότητες βλέπω;», «Ποιες φράσεις σχετικές με την εμφάνιση μου ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου από παλιά;». Η αμφισβήτηση των προτύπων είναι και μια περιπέτεια ενηλικίωσης. Καλούμαστε να αφήσουμε πίσω κάτι βασανιστικό αλλά οικείο και να αναλάβουμε εμείς τη φροντίδα του εαυτού μας. Καμιά φορά χρειάζεται να κάνουμε υπερβάσεις που δεν είναι πάντα εύκολες. «Γιατί κρύβω τη θηλυκότητα μου ενώ τη νιώθω και κατά βάθος μ’ αρέσει να τη δείχνω;» «Γιατί απεχθάνομαι τους φαρδιούς μου ώμους αφού είμαι αθλητική γυναίκα και μ’ αρέσει αυτό;» Φυσικά θα ήταν απλοϊκό και παραπλανητικό να παρουσιάσει κανείς αυτή την «εξερεύνηση» σαν μια αυθόρμητη και άμεση αλλαγή. Κάθε άλλο. Υπάρχουν πολλά πρότυπα τα οποία με δυσκολία αποχωριζόμαστε και κάποια άλλα καθόλου κι οι αποχωρισμοί αυτοί είναι υπόθεση μιας ολόκληρης ζωής.. Εγκαταλείποντας την ιδέα της «ιδανικής εμφάνισης» αφήνουμε πίσω κάτι που μισήσαμε αλλά και αγαπήσαμε πολύ. Παρόλα αυτά η προσπάθεια αυτή είναι ο μόνος τρόπος να αποδεχτούμε τον εαυτό μας, να ανακαλύψουμε την ομορφιά του και να ζήσουμε πιο ειρηνικά μαζί του…
Σε αντίθεση μάλλον με ό,τι θα πίστευε κανείς, η ομορφιά και το πώς τη βλέπουμε εξαρτάται, σύμφωνα με καινούργιες επιστημονικές έρευνες, σε μεγάλο βαθμό και από την οικειότητα που αισθανόμαστε. Όσο περισσότερο βλέπουμε ένα πρόσωπο, τόσο ο εγκέφαλος μας το «αγαπάει», είτε είναι «αντικειμενικά» όμορφο είτε όχι. Φαίνεται πως η αίσθηση του ωραίου προκαλείται περισσότερο από το γνώριμο παρά απ’ το άγνωστο. Αν λοιπόν έχουμε την αίσθηση ότι δεν αρέσουμε πια στον(στην) αγαπημένος(η) μας το πιθανότερο είναι ότι η μεταξύ μας σχέση έχει «κρυώσει» και έχουμε αποξενωθεί ο ένας απ’ τον άλλο και όχι ότι ξαφνικά ανακάλυψε ότι έχουμε ασχημύνει…